σινδώνιον

σινδώνιον
τὸ, Α
βλ. σεντόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”